- φαντασιοκοπία
- η, ΝΜ [φαντασιοκόπος]σκέψη που δεν μπορεί να πραγματωθεί, ιδέα που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαντασιοκοπία — η σκέψη ή ιδέα εντελώς έξω από την πραγματικότητα, φανταστική ελπίδα, μάταιη ελπίδα, ουτοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροβασία — η [αεροβάτης] πορεία, βάδισμα στον αέρα (κυρίως με μτφ. σημ.) φαντασιοπληξία, φαντασιοκοπία … Dictionary of Greek
φαντασιοκόπημα — το, Ν φαντασιοκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιοκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα] … Dictionary of Greek
φαντασιοπληξία — η, Ν 1. ενέργεια ή σκέψη φαντασιόπληκτου, φαντασιοκοπία 2. ιδιότροπη εκδήλωση, εκκεντρικότητα, καπρίτσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
φαντασιοκόπημα — το, ατος φαντασιοκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασιοπληξία — η 1. φαντασιοκοπία (βλ. λ.). 2. ιδιοτροπία, παραξενιά: Μονόχνοτος άνθρωπος γεμάτος φαντασιοπληξίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)